Περιφρονωντας σημερα τον κοσμο κλειστηκα στο διαμερισμα μου και αφοσιωθηκα στη μελετη της Γλωσσολογιας μου . Μια ολοκληρη ιστορια ξεδιπλωνοταν μπροστα μου σε καθε σελιδα . Μια ιστορια που οσο και αν προσπαθουσα να χωνεψω , εκεινη ηταν παντα ενα βημα παραπερα . Τοσες γνωσεις και ιδεες ειδημομων εκαναν τα εγκεφαλικα μου κυτταρα να μπερδευτουν σαν ενα κουβαρι απο μαλλι .
Τοτε ηταν που επεστρεψα στα επιγεια και παρατηρησα πως ο ηλιος ειχε σβησει . Το φεγγαρι δεν φαινοταν πουθενα στον ουραανο . Η νυχτα ομως και χωρις εκεινο θυμιζε παραδεισο . Τα αστερια μεσα στην πολη , η αληθεια ειναι , δεν φαινονται . Ακομα ομως και με αυτην την πληρη απουσια του αστρικου συμπαντος , ακομα και ετσι η νυχτα ειχε βαφτει με χρωματα εντονα και ζωηρα , ολα ανακατεμενα με το μουχρο χρωμα του ουρανου . Ενα ακομα θετικο στην νυχτια αυτη ειναι τα αρωματα της . Απο το ανοιχτο μου παραθυρο εισχωρησαν μεσα στο υπνοδωματιο μου διαφορα αρωματα απο μια εκλεπτισμενη και θα ελεγα σχεδον εξωτικη γκαμα . Πρωτα μπηκε το γιασεμι . Επειτα ο αφρος της θαλασσας . Μετα μια υπνωτικη μυρωδια απο το νυχτολουλουδο . Το τελευταιο αρωμα που ανιχνευσα ηταν η γλυκια γευση της βανιλιας .
Η ατμοσφαιρα δεναργησε να γινει ονειρικη οταν στο διπλανο ξενοδοχειο , το οποιο προφανως πραγματοποιυουσε μια εκδηλωση για τους πελατες του , αρχισαν να γεννιουνται μελωδιες . Διαφορα τραγουδια ταξιδεψαν ως εμενα . Απο το " Strangers in the night " εως και το "Wind of change " .
Δεν μπορουσα να μην αφεθω σε εκεινη την ονειροποληση που καταλαμβανε το μυαλο μου τοσο φυσικα , σχεδον υπουλα θα ελεγε κανεις . Εικονες απο τις βαθυτερες επιθυμιες μου , ονειρα της παιδικης μου ηλικιας , προσδοκιες για το επερχομενο καλοκαιρι . Ειχα τοσα πολλα να σκεφτω . Ημουν απλυτως συγχρονισμενη με το βαθυτερο εγω μου . Για πρωτη φορα μετα απο πολυ καιρο αποφασισα να μην κρυφτω απο εμενα την ιδια . Ηξερα πως ο μεγαλυτερος κριτης μου θα ημουν εγω , αλλα εστω για μια νυχτα , μια τοσο ομορφη νυχτα , ηθελα να μην υπαρξουν καταδικασεις .
Εμεινα , λοιπον , να ακροβατω στη ραχη του πιο ευθραυστου κοσμου . Ημουν σε ενα ορια μεταξυ αληθειας και ψεματος . Αν καποιος με εβλεπε απο μακρυα θα ελεγε πως παραπατουσα αναμεσα στο φως και στις σκιες του . Ηξερα , βεβαια , πως κανενας δεν μπορουσε εκει που βρισκομουν να με εντοπισει . Ζουσα μεσα στο κεφαλι μου .
Καποια στιγμη οι αμορφες εικονικες αναπαραστασεις που πεταγονταν μπροστα μου δημιουργησαν ενα ομοιγενες μειγμα το οποιο δεν αργησε να με οδηγησει σε εναν καινουριο ολοκληρωμενο χωροχρονο . Εβλεπα πως βρισκομουν στην ακρη ενος βραχου . Η θαλασσα ειχε χλωμιασει , το ιδιο και ο ουρανος . Ο ηλιος δεν μπορουσε να νικησει την λευκοτητα που τον επνιγε . Τα κυματα που εσκαγαν στην ακτη δεν ηταν αγριεμενα . Εντουτοις , τα ρευματα που τα παρακινουσαν ειχαν αρκετα μεγαλη δυναμη . Το γεγονος αυτο δεν με απετρεψε , παντως , απο το να βουτηξω μεσα στο νερο και να το αφησω να ξεπλυνει ολες εκεινες τις αμαρτιες που βαραιναν την υπαρξη μου . Το μυαλο μου ειχε αδειασει . Ημουν ελευθερη ! Ημουν κυριως ηρεμη !
Οση ωρα απολαμβανα το δροσερο νερο της αστειρευτης εκεινης πηγης , ειχα τελειως ξεχασει πως ολοενα και βραδιαζε . Η εννοια του χρονου ειχε αλλοιωθει τοσο πολυ που γελαστηκα πιστευοντας πως δεν υπηρχε η πως ηταν ενα σκοτεινο ονειρο που με ξυπνουσε τα βραδυα . Οταν συνειδητοποιησα τη θεση μου ξανα πανω στον κοσμο και ξανα πηρα στα χερια μου το βαρος της συνειδησης μου , κατευθυνθηκα προς την παραλια .
Με το που βγηκα αισθανομουν την αναγκη να επιστρεψω πισω σε εκεινο το μερος που μονο εγω γνωριζα . Ηθελα να γινω ενα με τη θαλασσα πιο πολυ απο ποτε . Ηθελα να ημουν ενα κυμα της , ακομα και αν η μοιρα μου επρεπε να ειναι η κραση . Δεν αντεχα να σκεφτομαι ξανα πως ειχα ντυθει την ανθρωπινη εκεινη περιβολη , με ολη εκεινη την συμβιβαστικη υποταγη σε ενα σωρο κανονες . Αλλα δνε ειχα αλλη επιλογη . Δεν μας δινεται αλλωστε επιλογη . Με τη γεννηση μας μας δινεται μοναχα ενα κουπι για να ξεκινησουμε το μεγαλυτερο ταξιδι μας . Το προβλημα , ωστοσο , του ανθρωπου ειναι οτι συνεχως βασταει το κουπι χωρις να πηγαινει στη θαλασσα .
Βαναυσα ξυπνησα απο τον ονειροκοσμο μου , καθως το τηλεφωνο αρχισε να χτυπα . Υπεθεσα πως ειναι η μητερα μου , μιας και ολη μερα δεν της ειχα δωσει σημεια ζωης . Δεν επεσα εξω . Μου αραδιασε χωρις να παρει μια ανασα απανωτες ερωτησεις για τη μερα μου και την κατασταση μου και μετα με την πιο γλυκια χροια της φωνης της , που θα ελεγα πως την ειχα ξανα ακουσει καπου , πιθανως σε καποιο ονειρο , μου ειπε " Σ'αγαπαω " . Μια τοσο απλη λεξη μου εδωσε το κουραγιο να συνεχισω την πορεια μου προς την θαλασσα .