Το αποπνικτικο κλιμα αυτης της βραδυας ορισε τη Μοιρα μου . Ολα πλεκτηκαν με τετοια επιδεξιοτητα που δεν αντιληφθηκα το βαρος που ασυνειδητα μεγαλωνε στις πιο λεπτες εσοχες της υπαρξης μου . Η αναγκη αυτη να επανελθω στην μηχανικη διαδικασια της αναπνοης με αποξενωσε στο παραθυρο του ευρυχωρου τετραγωνου δωματιου . Το πιο αδειου απο ολα μεσα στο μισοτελειωμενο σπιτι . Το αερακι που εισχωρησε μεσα με το που εστρεψα το χερουλι με βοηθησε να χειριστω και παλι τις υποθεσεις μου . Ηταν ανακουφιση αναπαντεχη . Ολα ξεμπλεκαν και φωτιζονταν απο τις πενιχρες ενδειξεις φωτος απο το φεγγαρι . Εκεινη την αχρονη στιγμη επανλεβα χαμηλοφωνα τις φρασεις που καποτε , καπου ειχα διαβασει - " Τουλαχιστον βλεπουμε ολοι το ιδιο φεγγαρι . " - .
Τα ματια μου ηταν ακομα θαμπωμενα απο τη μελιχροτητα των αστρων και δι'αυτου δεν μπορουσα να σκεφτω αιτιακα και να οδηγηθω στην πηγη των λεξεων μου . Ηταν σκορπιες ... Ωστοσο , καθως προσαρμοζομουν στο περιβαλλον γυρω μου ανακτουσα σταδιακα και τις αισθησεις μου . Θυμηθηκα εκεινο το φθαρμενο βιβλιο με τις ξερχαβαλομενες σελιδες που σκορπιζονταν στο πατωμα που ειχα ανακαλυψει στο παταρι του πατρικου μου . Επροκειτο για αστικο μυθο δεν υπαρχει αμφισβητηση , ομως ακομα και ετσι εντυπωθηκε στη μνημη μου . Δεν γνωριζω ακριβως το γιατι , αρκει που τροφοδοτησε τις "καλλιτεχνικες " μου αυταπατες .
Βασικο χαρακτηριστικο της ιστοριας ειναι ο σπαραγματικος της χαρακτηρας . Οπως οι σελιδες του χυνονταν στο πατωμα και σχηματιζαν λιμνουλες γραμματων , ετσι και το περιεχομενο του ερχοταν μεσα σου διασκορπο . Ενα τρυπιο πιθαρι . Κατα τα αλλα ακολουθει , θα ελεγα , ολα τα κλισε . Ηταν μια ημερολογιακη αφηγηση με ανωνυμους πρωταγωνιστες . Ενας νεανικος ερωτας με χρονομετρητη . Ολα τα γεγονοτα ειχαν απο την αρχη ιστορια ληξης ' απο τη σφρυγιλοτητα του προσωπου εως τα σκιρτηματα - αυτα τα αναπαντεχα - του σωματος . Αρκετα με τις φλυαριες . Ειναι καλυτερα να αφησουμε το κειμενο να μιλησει .
<< 17 Ιουνιου 19...
Τελικα , οι ανθρωποι ειναι καταδικασμενοι να ζουν με τις αναμνησεις τους . Ολα τοποθετουνται σε ενα φασματικο χωροχρονο . Τα αντικειμενα αλλαζουν μορφες και τα προσωπα παραμορφωνονται . Οι σκιες καμπυλωνουν και το φως λιωνει . Ολα ειναι τοσο ψευτικα , οσο και η αληθεια που εμπεριεχεται στα ξεχασμενα χαμογελα ενος παιδιου . Αυτες οι σκεψεις τριγυρνανε στο μυαλο μου τις τελευταιες ωρες . Σκεψεις που μαχονται βιαια σε λεπτοδεικτες .
Σημερα το πρωι , υποθετω γυρω στις οχτω , εκεινος εφυγε . Δεν ημουν παρων την ωρα του αποχωρισμου . Δεν χρειαζοταν αλλωστε . Το "αντιο " το ειχαμε ψιθυρισει το προηγουμενο βραδυ . Ηταν ενα απο εκεινα τα βασανιστικα βραδυα του Ιουνη που η ζεστη δημιουργοουσε αντικατοπτρισμους . Ολα καμπυλωναν και συστελλονταν . Υποκλινονταν σε ενα παιχνιδι οφθαλμαπατεων . Χρειαζομουν ενα αδιεξοδο και αυτο μου το προσεφερε το ακρογυαλι . Δεν υπηρχε αλλο μερος στον κοσμο που να ειχε μεινει τοσο ασπιλο απο τις παραισθησεις του παραλογου . Ο συνδυασμος του υγρου στοιχειου και της κατακλισης του Ηλιου , ο οποιος τοξευε τα φωτεινα βελη του πανω στα κυματα και καθως φλεγονταν στιγμιαια δημιουργουσαν γαλαξιες λησμονημενους . Ποσο θαυμαζα τα χρωματα στον οριζοντα ! Ηταν η μονη παρηγορια σε ενα ανθρωπινο δραμα . Ετσι οπως μπλεκονταν και ξεδιαλεγονταν μεσα σε αυτο το χορευτικο παιχνιδι το προσωπο εκεινου αναδυθηκε στο μυαλο μου . Ενα μειδιασμα συσπασε τα χειλη μου . Απο καιρο ειχα παψει να τον αποκαλω με το ονομα του . Το ειχα αραγε ξεχασει ; Πολυ πιθανον αφου παντοτε τον παρατηρουσα απο μια αποσταση . Στις σπανιες συναντησεις μας το ονομα του δεν χρειαζοταν να ειπωθει . Ειμασταν αλλοι και οχι εμεις . Τα συγκρατημενα λογια ειχαν αντικτυπο και στις πραξεις . Η ανθρωπινη επαφη δεν υπηρχε ΄ ειχε μοιραια κατακερματιστει . Τα σωματα μας μια φορα επικοινωνησαν αλλα παντοτε χαμηλοφωνα υπηρχαν . Ξαφνικα , μια φωνη τραχια διεκοψε τις σκεψεις μου . Στραφηκα να αντικρυσω τον επισκεπτη μου . Ηταν εκεινος που κρατουσε το χερι του ενα ρολοι. Καθισε διπλα μου και αφησε το ρολοι πανω σε ενα βραχακι . Εκει καθομασταν και το παρατηρουσαμε πως ελιωνε . Υστερα αριχσε να μου διηγηται κατι . Εβλεπα τα χειλη του να κουνιουνται αλλα στα αυτια μου βουιζε η θαλασσα . Το τοπιο απο την ωρα που ηρθε ειχε παραμορφωθει . Η γαληνη της θαλασσας εγινε τρικυμια . Τα χρωματα στον ουρανο ξεθωριασαν σε εκφανσεις σκοτους . Τα βραχια απειλουσαν τους υποψηφιους κολυμβητες και τα ξαρμενα καραβια μαλλον ναυαγησαν . Ολη η απογοητευση πρεπει να ειχε συσωρευφθει στο προσωπο μου και να ειχε δημιουργησει μια γελοια γκριματσα . Φυσικα , δεν του περασε απαρατηρητη . Με εκεινο το θρασος που διακρινει τα μικρα παιδια εκεινος χαμογελουσε στη θλιψη μου . Με εξοργιζε . Μην αντεχοντας τα αδιακριτα βλεμματα και την παιγνιωδη διαθεση του , με μια σπασμοδικη κινηση , πεταχτηκα ορθια και ετρεξα με τα ρουχα μεσα στη θαλασσα . Ηθελα να ξεπλυνω ο,τι με βαραινε . Αυτο που δεν περιμενα - ή μαλλον επιθυμουσα σφοδρα να γινει - ηταν οτι και αυτος με ακολουθησε μεσα στο νερο . Εκει μεναμε να παλεβουμε με τα κυματα και να κοροιδευουμε τα αστρα χωρις να ανταλλαξουμε λεξη . Ηταν περιττο . Δεν ξερω με σιγουρια ποση ωρα ημασταν εκει . Εμοιαζε με μια αιωνιοτητα που πυρακτωθηκε στο δευτερολεπτο . Τοτε παρατηρησα πως στα βραχια το αλατι και το χαλικι μορφοποιησαν ξανα την οψη του ρολογιου που σημαινε μεσανυχτα . Βγηκαμε απο το νερο και τραβηξαμε τον δρομο του γυρισμου . Εκεινος πηρε τον δικο του και εγω τον δικο μου . Μοιραια διχαλα . Ηξερα πως δεν θα τον ξαναεβλεπα μα δεν στεναχωρηθηκα κιολας . Απεναντιας ανακουφιστηκα . Χωρις αυτον τον αποχωρισμο δεν θα ειχα ποτε το απαραιτητο ελλειμα ευτυχιας για να καταπιαστω απο την τεχνη . Ουτε και εκλαψα ποτε μου . Φανηκε να δακρυζω την ωρα που βγηκαμε απο την θαλασσα αλλα ηταν απλα οι αλμυρες της σταγονες που ξεμειναν στο προσωπο μου . Δεν του το εξηγησα αυτο πριν φυγει . Δεν ηθελα . Επρεπε σε ανταποδωση της δικης του απουσιας να του προσφερω την ικανοποιηση του εγωισμου του . Εγω για εκεινον εκλαψα εκεινο το βραδυ και τα δακρυα που δεν φαινονταν εγιναν μελανι . Δικαιη ανταλλαγη . Καθως τον εβλεπα να γυρναει την πλατη του και να φευγει σκεφτηκα πως τουλαχιστον βλεπουμε το ιδιο φεγγαρι ΄ Ηταν το ισχυροτερο ενθυμιο που θα μας υπαγορευε οσα δεν επιλεξαμε , δεν ειπαμε , δεν πραξαμε και τελικα μας προσδιορισαν . Ποσο γελαστηκαμε απο την ζωντανια των συναισθηματων μας ! Νομιζαμε πως δεν υπηρχε πια το σκοταδι ΄ κι ομως οταν κλειναμε τα ματια μας ηταν μπροστα . Θελαμε ομως να το αγνοησουμε . Τουλαχιστον , βλεπουμε το ιδιο φεγγαρι να διασκεδαζει τη σκια που ξεχασαμε να δουμε. >>
Τα ματια μου ηταν ακομα θαμπωμενα απο τη μελιχροτητα των αστρων και δι'αυτου δεν μπορουσα να σκεφτω αιτιακα και να οδηγηθω στην πηγη των λεξεων μου . Ηταν σκορπιες ... Ωστοσο , καθως προσαρμοζομουν στο περιβαλλον γυρω μου ανακτουσα σταδιακα και τις αισθησεις μου . Θυμηθηκα εκεινο το φθαρμενο βιβλιο με τις ξερχαβαλομενες σελιδες που σκορπιζονταν στο πατωμα που ειχα ανακαλυψει στο παταρι του πατρικου μου . Επροκειτο για αστικο μυθο δεν υπαρχει αμφισβητηση , ομως ακομα και ετσι εντυπωθηκε στη μνημη μου . Δεν γνωριζω ακριβως το γιατι , αρκει που τροφοδοτησε τις "καλλιτεχνικες " μου αυταπατες .
Βασικο χαρακτηριστικο της ιστοριας ειναι ο σπαραγματικος της χαρακτηρας . Οπως οι σελιδες του χυνονταν στο πατωμα και σχηματιζαν λιμνουλες γραμματων , ετσι και το περιεχομενο του ερχοταν μεσα σου διασκορπο . Ενα τρυπιο πιθαρι . Κατα τα αλλα ακολουθει , θα ελεγα , ολα τα κλισε . Ηταν μια ημερολογιακη αφηγηση με ανωνυμους πρωταγωνιστες . Ενας νεανικος ερωτας με χρονομετρητη . Ολα τα γεγονοτα ειχαν απο την αρχη ιστορια ληξης ' απο τη σφρυγιλοτητα του προσωπου εως τα σκιρτηματα - αυτα τα αναπαντεχα - του σωματος . Αρκετα με τις φλυαριες . Ειναι καλυτερα να αφησουμε το κειμενο να μιλησει .
<< 17 Ιουνιου 19...
Τελικα , οι ανθρωποι ειναι καταδικασμενοι να ζουν με τις αναμνησεις τους . Ολα τοποθετουνται σε ενα φασματικο χωροχρονο . Τα αντικειμενα αλλαζουν μορφες και τα προσωπα παραμορφωνονται . Οι σκιες καμπυλωνουν και το φως λιωνει . Ολα ειναι τοσο ψευτικα , οσο και η αληθεια που εμπεριεχεται στα ξεχασμενα χαμογελα ενος παιδιου . Αυτες οι σκεψεις τριγυρνανε στο μυαλο μου τις τελευταιες ωρες . Σκεψεις που μαχονται βιαια σε λεπτοδεικτες .
Σημερα το πρωι , υποθετω γυρω στις οχτω , εκεινος εφυγε . Δεν ημουν παρων την ωρα του αποχωρισμου . Δεν χρειαζοταν αλλωστε . Το "αντιο " το ειχαμε ψιθυρισει το προηγουμενο βραδυ . Ηταν ενα απο εκεινα τα βασανιστικα βραδυα του Ιουνη που η ζεστη δημιουργοουσε αντικατοπτρισμους . Ολα καμπυλωναν και συστελλονταν . Υποκλινονταν σε ενα παιχνιδι οφθαλμαπατεων . Χρειαζομουν ενα αδιεξοδο και αυτο μου το προσεφερε το ακρογυαλι . Δεν υπηρχε αλλο μερος στον κοσμο που να ειχε μεινει τοσο ασπιλο απο τις παραισθησεις του παραλογου . Ο συνδυασμος του υγρου στοιχειου και της κατακλισης του Ηλιου , ο οποιος τοξευε τα φωτεινα βελη του πανω στα κυματα και καθως φλεγονταν στιγμιαια δημιουργουσαν γαλαξιες λησμονημενους . Ποσο θαυμαζα τα χρωματα στον οριζοντα ! Ηταν η μονη παρηγορια σε ενα ανθρωπινο δραμα . Ετσι οπως μπλεκονταν και ξεδιαλεγονταν μεσα σε αυτο το χορευτικο παιχνιδι το προσωπο εκεινου αναδυθηκε στο μυαλο μου . Ενα μειδιασμα συσπασε τα χειλη μου . Απο καιρο ειχα παψει να τον αποκαλω με το ονομα του . Το ειχα αραγε ξεχασει ; Πολυ πιθανον αφου παντοτε τον παρατηρουσα απο μια αποσταση . Στις σπανιες συναντησεις μας το ονομα του δεν χρειαζοταν να ειπωθει . Ειμασταν αλλοι και οχι εμεις . Τα συγκρατημενα λογια ειχαν αντικτυπο και στις πραξεις . Η ανθρωπινη επαφη δεν υπηρχε ΄ ειχε μοιραια κατακερματιστει . Τα σωματα μας μια φορα επικοινωνησαν αλλα παντοτε χαμηλοφωνα υπηρχαν . Ξαφνικα , μια φωνη τραχια διεκοψε τις σκεψεις μου . Στραφηκα να αντικρυσω τον επισκεπτη μου . Ηταν εκεινος που κρατουσε το χερι του ενα ρολοι. Καθισε διπλα μου και αφησε το ρολοι πανω σε ενα βραχακι . Εκει καθομασταν και το παρατηρουσαμε πως ελιωνε . Υστερα αριχσε να μου διηγηται κατι . Εβλεπα τα χειλη του να κουνιουνται αλλα στα αυτια μου βουιζε η θαλασσα . Το τοπιο απο την ωρα που ηρθε ειχε παραμορφωθει . Η γαληνη της θαλασσας εγινε τρικυμια . Τα χρωματα στον ουρανο ξεθωριασαν σε εκφανσεις σκοτους . Τα βραχια απειλουσαν τους υποψηφιους κολυμβητες και τα ξαρμενα καραβια μαλλον ναυαγησαν . Ολη η απογοητευση πρεπει να ειχε συσωρευφθει στο προσωπο μου και να ειχε δημιουργησει μια γελοια γκριματσα . Φυσικα , δεν του περασε απαρατηρητη . Με εκεινο το θρασος που διακρινει τα μικρα παιδια εκεινος χαμογελουσε στη θλιψη μου . Με εξοργιζε . Μην αντεχοντας τα αδιακριτα βλεμματα και την παιγνιωδη διαθεση του , με μια σπασμοδικη κινηση , πεταχτηκα ορθια και ετρεξα με τα ρουχα μεσα στη θαλασσα . Ηθελα να ξεπλυνω ο,τι με βαραινε . Αυτο που δεν περιμενα - ή μαλλον επιθυμουσα σφοδρα να γινει - ηταν οτι και αυτος με ακολουθησε μεσα στο νερο . Εκει μεναμε να παλεβουμε με τα κυματα και να κοροιδευουμε τα αστρα χωρις να ανταλλαξουμε λεξη . Ηταν περιττο . Δεν ξερω με σιγουρια ποση ωρα ημασταν εκει . Εμοιαζε με μια αιωνιοτητα που πυρακτωθηκε στο δευτερολεπτο . Τοτε παρατηρησα πως στα βραχια το αλατι και το χαλικι μορφοποιησαν ξανα την οψη του ρολογιου που σημαινε μεσανυχτα . Βγηκαμε απο το νερο και τραβηξαμε τον δρομο του γυρισμου . Εκεινος πηρε τον δικο του και εγω τον δικο μου . Μοιραια διχαλα . Ηξερα πως δεν θα τον ξαναεβλεπα μα δεν στεναχωρηθηκα κιολας . Απεναντιας ανακουφιστηκα . Χωρις αυτον τον αποχωρισμο δεν θα ειχα ποτε το απαραιτητο ελλειμα ευτυχιας για να καταπιαστω απο την τεχνη . Ουτε και εκλαψα ποτε μου . Φανηκε να δακρυζω την ωρα που βγηκαμε απο την θαλασσα αλλα ηταν απλα οι αλμυρες της σταγονες που ξεμειναν στο προσωπο μου . Δεν του το εξηγησα αυτο πριν φυγει . Δεν ηθελα . Επρεπε σε ανταποδωση της δικης του απουσιας να του προσφερω την ικανοποιηση του εγωισμου του . Εγω για εκεινον εκλαψα εκεινο το βραδυ και τα δακρυα που δεν φαινονταν εγιναν μελανι . Δικαιη ανταλλαγη . Καθως τον εβλεπα να γυρναει την πλατη του και να φευγει σκεφτηκα πως τουλαχιστον βλεπουμε το ιδιο φεγγαρι ΄ Ηταν το ισχυροτερο ενθυμιο που θα μας υπαγορευε οσα δεν επιλεξαμε , δεν ειπαμε , δεν πραξαμε και τελικα μας προσδιορισαν . Ποσο γελαστηκαμε απο την ζωντανια των συναισθηματων μας ! Νομιζαμε πως δεν υπηρχε πια το σκοταδι ΄ κι ομως οταν κλειναμε τα ματια μας ηταν μπροστα . Θελαμε ομως να το αγνοησουμε . Τουλαχιστον , βλεπουμε το ιδιο φεγγαρι να διασκεδαζει τη σκια που ξεχασαμε να δουμε. >>