Wednesday, January 8, 2014

Αγριολουλουδο



Η φυση οταν ειναι στην ωριμανση της φανταζει απροσιτη , σληρη και αγρια . Μοιαζει με τρικυμια μεσα στη θαλασσα  η με πυρκαγια μεσα στη σαβανα . Οτι και αν κανεις , οσο και αν προσπαθεις να την κατευνασεις , παντοτε η νεανικη της φυση θα ειναι αποτομη και αγριωπη σαν αντιλοπη . Τιποτα δε φαινεται να μπορει να τη σταματησει , τιποτα δε ειναι ικανο να της αντισταθει . Καθε μυχια σκεψη αναδυεται μπροστα της , καθετι αγνωστο στα ματια της γινεται οικειο και συνηθες .

Μεσα σε ολη αυτη την παραζαλη , μεσα στην επαρση που απροσμενα αποκτα , οι μοιρες γνεφουν τα δικα τους δικτυα και δοκιμαζουν τα αγριολουλουδα που φυτρωνουν μεσα στην βαναυση , κουτη καρδια . Τα διχτυα που υφαινονται μοιαζουν με μανδυες , πολυχρωμοι καθως ειναι στη σκεψη σου δινουν ζεστασια . Μα σαν τους φορεσεις ειναι λες και κουβαλας ενα ασηκωτο φορτιο . Παρολο που τα ξερεις ολα , αγριολουλουδο μου , αυτη η λεπτομερεια παντα σου ξεφευγει και προχωρας λοιπον μεσα στον χειμωνα με ενα φορτιο περιττο που σε πληγωνει .


Καποια στιγμη λες πως δεν αντεχεις , μα στον κοσμο φαινεσαι ατρωτο πολυ . Ειναι το μυστηριο της νεανικης σου φυσης που ακομα σε κραταει ορθιο και ακμαιο . Μα οταν βγαινει το φεγγαρι και λες να αφαιρεσεις το παλτο σου για να ξεποστασεις , τοτε βλεπεις τα μπαλωματα στα πεταλα σου , την απογνωση και το φοβο . Μυεις , ομως , το φεγγαρι στο μυστικο σου γιατι δεν θες να ξερουν  πως η αγριαδα σου ειναι μια  μασκα απο καπνο .


Λιγοθυμας  και κανεις λαθη . Σταδιακα θυμωνεις και σπερνεις την καταστροφη . Μα οταν παλι ηρεμησεις νιωθεις τα παντα ξανα απο την αρχη και κανεις λαθη καινουρια , λαθη χαζα . Γινεσαι βλεπεις πιο παρορμητικο . Ο παροξυσμος της φυσης σου και ο δικος σου εγωσιμος σε κανουν ευαλωτο και τραχυ . Ενας τροπος μονο υπαρχει διαφυγης και προσπαθεις να τον πετυχεις . Μα ο τροπος αυτος , λουλουδι , μου φερνει το μαρασμο και η φυση σου η ολανθιστη θρυματιζεται και αλλαζει σε ενα προσωπο χλωμο και γερασμενο . Η καρδια σου συστελλεται , γινεσαι καχυποπτο και στο τελος μενεις και παιζεις με τον ισκιο σου , διπλωμενο στον εαυτο σου .





Τὸ παραμύθι ἑνὸς ραγισμένου ἔρωτα

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνα γραμμόφωνο.
Ἕνα ὁλομόναχο γραμμόφωνο.
Μὰ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἤτανε γραμμόφωνο
καὶ νά ῾ταν μόνο ἕνα τραγούδι,
ποὺ ζητοῦσε ἕνα γραμμόφωνο,
γιὰ νὰ πεῖ τὸ καημό του.


Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνας Ερωτας.
Ἕνας ὁλομόναχος Ἔρωτας
ποὺ γύριζε μὲ μία πλάκα στὴ μασχάλη,
γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα γραμμόφωνο
γιὰ νὰ πει τὸ καημό του.


«Ἔρωτα μὴ σὲ πλάνεψαν
ἄλλων ματιῶν μεθύσια
καὶ μέσ᾿ τὰ κυπαρίσια
περνᾷς μὲ μι᾿ ἄλλη νιά;
Ἔρωτ᾿ ἀδικοθάνατε,
Ἔρωτα χρυσομάλλη,
ἂν σ᾿ εἶδαν μὲ μιὰν ἄλλη,
ἦταν ἡ Λησμονιά».


Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
δὲν ἦταν ἕνας ἔρωτας,
δὲν ἦταν ἕνας πόνος.
Ἦταν μισὸς ἔρωτας -μισὸς πόνος-
καὶ μιὰ μισὴ πλάκα,
πού ῾λεγε τὸ μισό της σκοπό:
«Ἔρωτα μὴ σὲ... Ἔρωτα μὴ σὲ...
ἔρωτα μισέ... ἔρωτα μισέ...»


Θέ μου!
Μὰ δὲ βρίσκεται ἕνα χέρι!
Ἕνα πονετικὸ χέρι,
γιὰ ν᾿ ἀνασηκώσει τὴ βελόνα
καὶ ν᾿ ἀκουστεῖ ξανά,
ὁλόκληρος ὁ Ἔρωτας,
ὁλόκληρο τὸ τραγούδι:


«Ἔρωτα μὴ σὲ σκότωσαν
τὰ μαγεμένα βέλη;
Ἔρωτα Μακιαβέλλι.
Τὰ μάτια ποὺ σὲ λάβωσαν,
μὲ δάκρυα πικραμένα,
καρφιά ῾ταν πυρωμένα
καὶ μπήχτηκαν βαθιά».
......................................................


Ποιός μου χτυπᾷ τὸ τζάμι;
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ κατοικεῖ ἡ Μοναξιὰ
μὲ μόνιμη νοικάρισα τὴ Πλήξη.


Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Μάταια χτυπᾶτε.
Ἐγὼ δὲ μπορῶ ν᾿ ἀνοίξω.
Δὲ μπορῶ νὰ συρτῶ
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου,
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ ἄλλου κόσμου.


Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ εἶν᾿ ἕνα ξερὸ ἔντομο
σ᾿ ἕνα κόσμο, -φέρετρο-
ὅπου ἀπαγορεύεται -μὲ κίνδυνο ἀνάστασης-
ἀκόμη κι ὁ θάνατός σου!


Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στὸ σπίτι.
Λάθος στὴ πόρτα.
Λάθος στὸν αἰῶνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!


Γι᾿ αὐτὸ πάψτε.
Πάψτε -γιὰ τὸ Θεό- νὰ μοῦ χτυπᾶτε!
Σᾶς τὸ ξαναλέω- μή!
Ἐδῶ δὲ κατοικῶ ἐγώ.
Ἐδῶ κατοικεῖ μία αἱμοβόρα
κι ἀκροβάτισα ἀράχνη,
ποὺ πρὶν λίγο ἔφαγε μία πεταλούδα.
Μιὰ χρυσή, λεπτὴ πεταλούδα,
ποὺ -ἀλίμονο- εἶχε τ᾿ ὄνομά μου!


Ἄρα δὲν εἶχα ἀγαπηθεῖ, αὐτὸ ἦταν ὅλο
Ἴσως ἀνόητα ὑποδύθηκα τὸ ρόλο
Γελωτοποιοῦ πολὺ μετρίας κλάσης
Λησμονημένος σὲ μιὰν ἄχρηστη ἀποθήκη
Ἠλίθιος κοῦκλος μὲ σπασμένη μύτη





(Όλα δείχναν πως είχε τελειώσει η αγάπη μας,

Κι όμως δε θέλαμε να το πιστέψουμε...............)