Wednesday, March 12, 2014

Μια μοναχικη ροπη

"Τιποτα δεν μοιαζει σαν το σπιτι μου " μουρμουρισε και απομακρυνθηκε απο το σκοτεινο σοκακι . Δεν υπηρχε τιποτα στον αερα , στους υγρους δρομους , στη φτωχικη συνοικια και στα ανοιχτα παρκα που να του θυμιζει η εστω να σηματοδοτει πως εκει υπηρχε χωρος για εκεινον . Ολος ο κοσμος του ειχε συρικνωθει στον πυρηνα του μυαλου του και εκει ηταν στη μεση μιας εμφυλιας συραξης τοσο φριχτης που δεν του επετρεπε να βολευτει στο δερμα του . 
 Η αμφιβολια που τον κυριευσε εκεινο το βραδυ τον οδηγησε σε ενα συνοικιακο μαγαζι στο οποιο συνηθως συναθροιζοταν εκεινοι που εαναζητουσαν μια παρηγορια στο αλκοολ . Πραγματι με την εισοδο του στον αποπνικτικο απο τον καπνο χωρο , μυρισε την γευση του αλκοολ . Ισως αυτο να ηταν το πιο γνωριμο συναισθημα εδω και καιρο . Η αναγκη αυτη να καταπιει το οινοπνευμα που σε καμια περιπτωση δεν ικανοποιουσε τον ουρανισκο του αλλα αντιθετα ηρεμουσε τη βοη στο κεφαλι του ηταν οτι του ειχε απομεινει για παρηγορια . Αυτο θα μπορουσε να ηταν το σπιτι του σκεφτηκε αλλα και μονο στην φριχτη εκεινη δυσωδια του χωρου αρνηθηκε να παραδεχτει πως για εκεινον ο κοσμος του επεφυλλατε μια τετοια τυχη . 
 " Ενα διπλο ουισκι , χωρις παγο . " ειπε στον μπαρμαν , ο οποιος δεν εδειξε να εκπληττεται απο την επιλογη του . Ειχε αλλωστε δει αρκετους να πινουν βαρια ποτα μονο και μονο για να ξεχασουν πως ανηκουν σε αυτην την πραγματικοτητα  . Για την ακριβεια μεσα σε εκεινο το μαγαζι δεν εμπαινε καλος κοσμος , παρα μοναχα ελεεινοι ανθρωποι που απο το βαρος της ευθυνης της ζωης τους επιθυμουσαν ενα ελαφρυντικο η μια γρηγορη καταστροφη . Το ποτο ηρθε σχεδον αμεσως και σχεδον αμεσως καταναλωθηκε .
  Το αλλοτριο εκεινο συναισθημα εδειχνε να τον καμπυλωνει στον χωροχρονο . Ειχε υποταχτει πληρως στην μοιρα . Δεν εκανε καμια προσπαθεια να ξεφυγει  και η μοναδικη δραση του ηταν να βυθιζεται περισσοτερο στην απραξια . Τον βολευε να παραπονιεται  , του αρεσε αυτη η αισθηση . Ομως τωρα που δεν υπηρχε καποιος να μιλησει μαζι του ο πονος του ηταν πιο βαρυς , πιο ειλικρινης , πιο μυχιος . Επρεπε να ξεχασει μα δεν ξεχνουσε . Το ποτο στο ποτηρι του ηταν αυλο . Τιποτα δεν μπορουσε να τον κανει να χωρεσει στον κοσμο . 
  "Σε αυτην εδω τη γειτονια γεννηθηκα . Εδω πηγα σχολειο και εδω γνωρισα τους πρωτους μου και ισως τους μοναδικους μου φιλους . Στο παραδιπλα στενο εδωσα το πρωτο μου φιλι . Στο νεκροταφειο της γειτονιας κοιτεται η μητερα μου . Γιατι ομως μεσα σε τοσα γνωριμα προσωπα γυρω μου νιωθω ξενος ? " συλλογιζοταν . Οσο περισσοτερο ειχε τις αισθησεις του , τοσο πιο πολυ επιθυμουσε να τρεξει . Μια παρορμηση τοσο δυνατη που τον εκανε νευρικο και αυλακωνε το αλαβαστρινο μετωπο του .  " Αν δεν ξερεις που ανηκεις δεν μπορεις να ξερεις και ποιος εισαι " ειπε στον εαυτο του και πετωντας ενα πενηνταευρω στον μπαραμαν εφυγε . 
  Βρεθηκε και παλι να περιπλανιεται σε μια αδεια γειτονια και να ονειρευεται πως ειχε ενα μερος που θα μπορουσε να αισθανθει ομορφα . ΛΙγο αργοτερα θυμηθηκε αυτο που του ειχε πει καποτε ενας πολυ καλος του φιλος , ο οποιος , οπως ολοι μας , χαθηκε  . " Το σπιτι ειναι μια ψυχικη κατασταση οχι ενα μερος  . Ειναι προπαντως μια αποδοχη και κατανοηση προς την ιδιαιτεροτητα του εαυτου μας και μετα ενας τοπος και τα ατομα γυρω του . " Τα λογια αυτα τα επαναλαμβανε ως το πρωι και οσες φορες και αν προσπαθησε δεν καταφερε να κανει το δερμα του λιγοτερο ασφιχτικο και την καρδια του λιγοετρο ανεκτικη στον σεισμο που προκαλουσε το πνευμα του .