Saturday, May 24, 2014

Μια αναλυση στο αβατο των ματιων

Τ' αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει...
Eπιγραφη του Καρυωτακη στο εξωφυλλο του βιβλιου του " Ο πονος των ανθρωπων και των πραγματων (1919) " 

Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή.
Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε
αποσταμένοι οι έρωτες
κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε
τον πόνο που κρατάνε

Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι
σκυμμένο προς τα δάκρυα του
κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων
το δρόμο της θα πάρει

Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει
χλωμό και μυστηριώδικο
κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν' άνοιξε
και λείψανο να βγαίνει.

Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους
κι αυτοί λέν πως έτριξε·
δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται
μελλοντικούς θανάτους.

Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες
τη νύχτα την αστρόφεγγη
που θα' πρεπε η αγάπη ναν την έπινε
και παίζουν οι λατέρνες.

Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε
οι λησμονιές γλυκύτατες·
οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους
και οι άνθρωποι θ' ακούνε

Καθημερνών χαμώνε κοιμητήρι
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.


Καρυωτακης 



"Μεσονυχτιες στρατες " - δεν μπορω να φανταστω μια πιο υποβλητικη σκηνη απο αυτην. Μεσα στο σκοταδι τα χρωματα απορροφουνται ΄ και σαν να μην ιδωθηκαν ποτε στο φως , αναμειγνυονται με το μεταξυ του σκοτους και σβηνουν σαν φλογες που αγκαλιαζουν το φιτηλι . Μεσα σε αυτο το χρονικο πλαισιο η πηγη ορισμενων χρωματων , πιο εντονων απο ποτε , σβηνει και αυτη με τη σειρα της . Ειναι παραδοξο που ο ερωτας γεννιεται μεσα στο σκοταδι και σαν προεκταση αυτης της φυσικοτητας ξεψυχαει μεσα σε αυτο . Τετοιες ωρες αμα γυριζεις σε δρομους , συνηθως , δεν ειναι για να αναπνευσεις το μεθυστικο αρωμα του Θεου , αλλα για να ησυχασεις ολες τις συσπασεις που δημιουργουνται απο τα μουδιασμενα σου κυτταρα , που μοιραια εχασαν τον ερωτα τους . Σε αυτο ακριβως το σημειο ερχεται και κουμπωνει η λεξη " αποσταμενοι " που προσδιοριζει με ακριβεια και μια δοση πικρης , μαλλον , ειρωνειας πως  το μουχρωμα του ερωτα εφτασε και για το ποιητικο υποκειμενο . Πλεον αντι να περπαταει μες την νυχτα πλαι με το προσωπο -εκεινο το προσωπο που αντιστοιχουσε στην οψη του κοσμου - , βαδιζει μονο του στους δρομους εκεινους που τα βηματα του ερωτα τους αντηχουν ακομα .
  Τον εσωτερικο αγωνα του ποιητικου υποκειμενου τον αναγνωριζουν μοναχα οι γριλιες απο τα παραθυρα εκεινα που καποτε κλειδωναν τους ερωτευμενους σε εναν κοσμο δικο τους - που δεν μπορουσε να αντιστοιχει σε καμια περιπτωση στο φθαρτο αυτο κομματι της γης - . Μαζι , ομως , με την ανοιξη του ερωτα εζησαν και το χειμωνιασμα του . Απλως ενα παραπονο τους εμεινε . Ενα παραπονο που οσο κρατιοταν στα δεσμα του αυτοελεγχου , τοσο πιο πολυ θολωνε και οργιζοταν , μεχρι να πεταξει τη μορφη του , σαν καποιο απεχθες ενδυμα , και να ντυθει στο φως του πονου , που γρηγορα ελιωσε και ωφελησε την ποιητικη δημιουργια . Καπως ετσι , κλεινει η πρωτη στροφη .
 Η δευτερη στροφη παυει να εχει στραμμενο το βλεμμα της στο ποιητικο υποκειμενο .  Τωρα βλεπουμε μοναχα την προεκταση της δικης του θλιψης σε ολοκληρη τη φυση . Το φεγγαρι , ο μαρτυρας ολων των ανομολογητων καημων , δεν μπορει να συγκρατησει αλλο την συμπονοια του και δακρυζει . Παραλληλα , ομως , το βλεπουμε να στηριζεται στις στεγες - μια προσπαθει στο χειλος της απελπισιας που  φανερωνει ποσο πολυ καμπουριασε η ραχοκοκαλια του . Δεν θα μου φαινοταν διολου περιεργο αν στη χλωμη προσοψη της μασκας του φεγγαριου αποτυπωνονταν με αβροτητα τα χαρακτηριστικα του ποιητικου υποκειμενου . -Εστω τα ματια του - .
 Μαζι με το δορυφορο των σκιων ( αληθεια δεν νομιζετε πως η σεληνη κραταει στα χερια της μια αποχη και με αυτην παγιδευει τα πιο σκουροχρωμα νεφελωματα ; ) συγκινηθηκαν και τα τριανταφυλλα  , τα οποια μετετρεψαν το αρωμα τους σε μυρωμενο υφασμα για να αγκαλιασει το νεκρο κορμι του ερωτα . Αυτη η τρομερη μυρωδια ( Ω! ας ειναι και η γλυκητατη ) τριγυρναει μες τη νυχτα και μεταφερει τα μαντατα οτι καποιος , καπου τσαλακωθηκε .
  Η τριτη στροφη  λειτουργει περισσοτερο σαν καμερα  η οποια αποστρεφεται στον  φυσικο κοσμο και με ενα σταδιακο εστιασμα μας αποτυπωνει την φρικιαστικη εικονα εκεινου του λειψανου ( του προσωπου που λεγαμε πως τσαλακωθηκε ) . Το ποιητικο υποκειμενο αποφασιζει να παει εκεινον τον περιπατο που ονειρευοτανε . Ειναι η υστατη επιθυμια του να περπατησει πανω στα χναρια του , καποτε ακμαιου , εαυτου του . Η οψη του εχει παραμορφωθει . Ολη η χλωμαδα στο προσωπο ειναι το εξωτερικο αποτυπωμα της μουχλας που επιασε η καρδια του απο την υγρασια . Τον περισφιγγει μια διαθεση ακρως νοσταλγικη .
  Τρεκλιζοντας απομακρυνεται απο το σπιτι και με την τεταρτη στροφη η καμερα παυει να εσταιζει στο προσωπο του . Περναμε στον μικροκοσμο του πυρηνα του. Ακουμε τον πιο μυχιο μονολογο του , καθως αναστοχαζεται ολες εκεινες τις πικρογλυκες στιγμες που μοιραστηκε με τον ερωτα του . Μεσα στις τοσες αναμνησεις στεκεται σε εκεινη , την πιο εντονη . Ειναι η στιγμη που αγκαλιασμενοι μεσα στις φλογες του παθους , αφηνονται να γινουν σκονη , ισως απο τις πιο ιερες . Σκεφτεται πως ολο το τριξιμο του κρεβατιου , που τοτε το μεταφρασε ως σημαδι παθους , δεν ηταν παρα ενα σαρκαστικο , νευρικο γελιο , που το κρεβατι εβγαλε δεδομενου οτι γνωριζε τον επικειμενο μαρασμο του ερωτα τους . Φανταζεστε τον πονο του ποιητικου υποκειμενου εκεινη τη στιγμη , οταν μολις καταλαβε πως το συμπαν ειχε συνωμοτησει στο θανατο του ;
  Καπως βιαια διακοπτεται ο μονολογος του . Εγινε πιο κοφτη η ανασα -  την ακουτε ; - . Τα βηματα μηχανικα  οδηγουν το ποιητικο υποκειμενο σε μια ταβερνα . Μεσα στα βουητα της μουσικης , που μοιζουν με λιγμους ,  προσπαθει ο ποιητης να λησμονησει την τωρινη μοναξια του . Λυτρωση  δεν θα ερθει . Μια ναρκωση προσπαθει να επιτυχει μεσα απο τις ουσιες του ποτου . Μεσα στο καφαλι του γεννιουνται χιμαιρες , που ισως οι αισιοδοξοι να τις αποκαλουν ελπιδες - μα δεν γνωριζω κιολας - . Μπορει ομως οι χιμαιρες να ηταν γυναικες που δουλευαν στην ταβερνα και ατιμωναν την ιεροτητα του ερωτα με τη χυδαιοτητα του δικου τους . Οπως επιθυμει ο καθενας ας το διαβασει .
  Το σιγουρο ειναι πως φτασαμε στην τελευταια στροφη , η οποια χρονικα νομιζω πως εντασσεται σε καποια λεπτα πριν την αυγη , κατα την οποια ο πρωταγωνιστης της εσωτερικης  , κι αν επιτρεπεται να πω της πιο κοινης τραγωδιας , κουρασμενος απο το φορτιο του , που επιβαρυνθηκε σημαντικα απο το ποτο , εναποθετει το κουφαρι του στη δροσερη χλωην ενος παρκου , κοιμητηριο ομως λενε πολλοι πως ειναι . Αν οι φημες ισχυουν  τοτε ο ζωντανος - νεκρος μας γνωριζει πολυ καλα πως ολος του ερωτας σφραγιστηκε ανεξιτηλα απο τη βουλα της Μοιρας . Αυτο το αμετακλητο τελος ειναι που τον μαστιγωνει περισσοτερο , αφου του υπαγορευει την αδυναμια του να καταδειξει τον ηρωισμο του και να διεκδικηση τον ερωτα του , πηγη ευτυχιας και λυτρωσης . Η λεξη " γειρει " που συνοδευεται , κατα πασα πιθανοτητα , με το κλεισιμο των ματιων  ειναι η μεγαλυτερη αποδειξη της αδυναμιας του , που ειναι εντελως φυσικη και ανυπερβλητη . Η αναγκη του να ξεκουραστει και να κοιμηθει , υπαγορευει την αναγκη του να πλησιασει οσο πιο πολυ γινεται το Θανατο ( ας θυμηθουμε την ομηρικη αντιληψη οτι ο Θανατος ειναι διδυμος αδερφος του Υπνου ) με την ελπιδα τα ανθρωπινα ματια του να αστραψουν απο την οψη του ερωτα τους .