Μεσα σε αυτο το γλυκο λυκαυγες φως περιπλανιομουν και ανακαλυπτα την πολη οταν τα φωτα ηταν σβηστα . Η σκια μου ειχε σηκωθει και προχωρουσε διπλα μου , ημουν εγω με τη συνοδεια του εαυτου μου και αυτο ηταν το μοναδικο γνησιο συναισθημα που αποκομισα μετα απο καιρο . Βεβαια δεν εχεις και πολλα να πεις με μια σκια . Η φωνη της πριν ακομα παραχθει εχει σπασει . Εντουτοις ηξερα πως δεν χρειαζονταν λογια για να εκφραστω . Οι σημαντικοτερες λεξεις στη ζωη μας ειπωνονται μεσα στη σιωπη .
Καθως προχωρουσα , ξαφνου , ο στυλος στην ακρη του δρομου εσβησε. Η αποτομη απωλεια της φωτεινης πηγης στο κατα τα αλλα σκοτεινο δρομο με εκανε να κατευθυνθω προς τα εκει . Οταν εφτασα παρατηρησα πως πανω στο στυλο καθοταν μια μαριονετα , με ματια τοσο παιδικα και αθωα που εμοιαζαν σχεδον ψευτικα . Η εκφραση στο προσωπο της ηταν ενα γνησιο αποτυπωμα μιας πρωτογνωρης θλιψης , σαν και αυτη που γνωριζουμε οταν αποσυρομαστε απο τα αδιακριτα βλεμματα και την αφηνουμε να ξεχυθει μεσα μας , μεχρι να μας παραλυσει . Η τοσο θλιμμενη κουκλα τι εκανε εκει ? Τι γυρευε ? Μετα καταλαβα προς τι ολη της η θλιψη . Τα ξυλινα ποδια της ειχαν σπασει και η μπογια στο προσωπο της ειχε ξεθωριασει . Φαινοταν σπασμενη αλλα παντα τοσο αληθινη που δεν θα την αλλαζα .
Κατω απο το στυλο καθοταν ενας ζητιανος που παραμιλουσε . Ειδα διπλα του ενα μπουκαλι κρασι απο τα πιο φθηνα . Μεσα στο κρυο αυτη ηταν η ζεστασια του , μια στιγμιαια φλογα στα σωθικα του . Τον πλησιασα σε μια ταπεινωτικη διεξη ελεους . Θα του εδινα καποια χρηματα , βασικα ολα οσα ειχα πανω μου . Μπορει να τον εφταναν και για δυο μερες χωρις να χρειαζεται να ξεπαγιαζει μονος . Με το που πηγα ομως να αφησω τα χρηματα μπροστα του με κοιταξε και ψιθυρισε " Οχι αποψε ελεημοσυνες που περπαταω στον αερα ! " . Πρεπει να ειναι τρελος να τα εχει χαμενα σκεφτηκα . Η εξαθλιωση και η απογοητευση απο αυτον τον κοσμο θα τον εκαναν να χασει τα μυαλα του . Το βλεμμα του εντουτοις ηταν τοσο διαπεραστικο και σιγουρο που δεν μου εδινε την αισθηση του παραλογου . Ισως να ηταν απλα ενας ιδιοτροπος ανθρωπακος σαν ολους εκεινους που θαυμαζουμε στα βιβλια . Ισως να ηταν ενας πλανωδιος μουσικος και αυτοι να ειναι οι στιχοι του . Ισως παλι να ηταν ποιητης και πολυ απλα εψαχνε για εμπνευση .
Ανοιξε το κρασι και μου προσεφερε λιγο . Το μοιραστηκαμε μεσα στη νυχτα χωρις να εχουμε ανταλλαξει κουβεντα , μονο βλεμματα γεματα νοημα και γελια χωρις αντιλαλο . Ηταν σαφεστατα πιο καλη παρεα απο τον εαυτο μου και αν με ρωτουσες σημερα ποιος θα ηθελα να ημουν θα ελεγα ο ζητιναος στην οδο της μαριονετας . Λιγο πριν κλεισει η αυλαια με την εμφανιση της πρωτης αχτιδας στον ουρανο τον ακουσα να λεει ψιθυριστα , σχεδον απο μεσα του : << Μα ποιος προσευχεται για τον Σατανα ? Ποιος εδω και 18 αιωνες εχει την κοινη αντιληψη της ανθρωποτητας για να προσευχηθει για τον αμαρτωλο εκεινο που το εχει πιο πολυ αναγκη ? >> .
Τα λογια αντηχησαν μεσα μου . Δεν ειπα τιποτα . Δεν ειδα απο εκει και περα τιποτα . Απλα σηκωθηκα γυρισα την πλατη μου στον μοναδικο ανθρωπο που εκλαψε ποτε του για τον Σατανα και πηγα σπιτι . Εκανα ενα ζεστο μπανιο και οταν ξαπλωσα στο κρεβατι επανελαβα τα λογια του ζητιανου . Τα επαναλαμβανα ολη μερα δυνατα και τα φωναζα στους τοιχους . Το επομενο βραδυ και μονο τοτε καταλαβα πως ειχα γνωρισει εναν σοφο ανθρωπο , εκεινον που πεταξε τη μασκα , ακυρωσε τις ταμπελες και μιλησε στον ανθρωπο οχι ως σωμα αλλα ως διανοια . Εκεινο το βραδυ ερεωτευτηκα το πνευμα ενος αγνωστου ανδρα που δεν θυμαμαι το ονομα του , το προσωπο του , ουτε και την οδο που τον γνωρισα . Το μονο που θυμαμαι ηταν πως μυριζε σαν το σπιτι μου και πως η φωνη του ηταν η πιο εκωφαντικη κραυγη του συμπαντος για περισσοτερη κατανοηση και ανθρωπια .