Τόσα
χρόνια μες τους χάρτες μου σε ψάχνω,
κι
ας μην έσκυψες ποτέ στο μέτωπο μου
με
τα δυο σου χείλια να αφήσεις
μια
ανάσα στη ζωή μου.
Κι
αν η προσευχή μου οινόπνευμα μυρίζει,
καπνό
και πυρετό,
στο
γυάλινο το κύμα τ’ όνομά σου
φωνάζω
να καθρεφτιστεί η φωνή μου.
Και
στην όχθη που χτενίζεσαι ακουστεί
σαν
αλμυρό τραγούδι που σου φέρνει
ερωτευμένο
το νερό.
Και
στο διάβολο πουλάω τη ψυχή μου εγώ,
για
να βρεθώ απόψε τυλιγμένος
στου
κορμιού σου το βυθό.
Κάπου
η νύχτα μεσοπέλαγα κρεμιέται
στην
αγχόνη τ’ ουρανού
κι
ο δαίμονας καβάλα στο σκοτάδι
αρπάζει
τη μετέωρη ευχή μου.
Και
σαν άστρο καυτερό προς το νησί σου
τα
λόγια μου πετάει
πληγώνοντας
τα βράχια και την άμμο,
στη
χτένα σου καρφώνει την ψυχή μου.
Και
σταγόνα τη σταγόνα κυλάω εγώ
σαν
αλμυρό νερό στους ώμους
και
στον ακριβό σου το λαιμό.
Κι
ας το ξέρω πως του λόγου του
στην
ανεμόσκαλα εκεί, με περιμένει
για
να μου λιμάρει το σκοινί.
Πάνε
χρόνια που αντίκρυ αναβοσβήνουν
τα
φώτα κάποιας γης,
τα
φώτα κάποιας ξεχασμένης νήσου,
που
λένε είν’ οι κορφές του παραδείσου.
Μα
το ξέρω είναι της θάλασσας τα μάγια,
δεν
υπάρχει αυτή η στεριά,
μιας
και κανείς ποτέ του εκεί δεν πήγε,
γι
αυτό σφιχτά κρατιέμαι στο κορμί σου.
Και
μπροστά απ’ τους κολασμένους
περνάω
εγώ σαν μια σκιά
που
σεργιανάει στον Άδη
τη
δικιά σου μυρωδιά.
Κι
είναι λέω ο παράδεισος για μας, αγάπη
μου μικρή,
να
μοιραζόμαστε τούτη τη κόλαση μαζί.