Showing posts with label stars and moon. Show all posts
Showing posts with label stars and moon. Show all posts

Wednesday, March 5, 2014

Μικρα πλασματα

Καπου διαβασα πως οταν αγαπας σημαινει να καταστρεφεσαι γι'αυτο για να αγαπηθεις σημαινει πως πρεπει να καταστρεψεις κατι . Ειναι σαν να θαυμαζεις ενα λουλουδι και για να το εχεις  λιγο περισσοτερο το κοβεις απο το χωμα , ξεροντας πως ετσι θα πεθανει , αλλα και παλι η στιγμη ειναι που σε νοιαζει . Ομως χρειαζεται θαρρος για να καταστραφεις , θελει κοτσια οπως και να το κανουμε . Χρειαζεται να παρατησεις ολο σου τον εαυτο , να μαθεις να βουλιαζεις ασταματητα σε μια θαλασσα τοσο παγωμενη και σκοτεινη , οσο εκεινες οι νυχτες που ανατελουν χωρις φεγγαρι .
                                                                            
  Επισης χρειαζεται αντοχη . Πρεπει να αντεξεις τον πονο που συνεχως θα σου ανοιγουν τα λεπτα . Η αναμονη ειναι εκεινο που αλλωστε σε σκοτωνει τις περισσοτερες φορες . Τωρα το γιατι ειναι ακαθοριστο ΄ εγω παντως πονταρω στο οτι με την αναμονη γεννιουνται ελπιδες που μορφοποιουνται αναλογα με τις προσδοκιες σου και τιποτα δεν ειναι πιο απατηλο απο αυτο που προσδοκεις . Το χειροτερο απο ολα  ειναι αυτη  η ψευδαισθηση της ανταποκρισης... Η  εμετικη ιδεα της ανιδιοτελειας που ντυνουμε με τα λογια μας ο,τι σχετιζεται με την αγαπη . Συνεχεια θα ακουσεις τους ερωτοχτυπημενους να λενε πως δεν τους νοιαζει αν το ατομο που αγαπουν δεν τους επιστρεψει ποτε πισω ενα βλεμμα , λιγη προσοχη , λιγη περισσεια εστω αγαπη και ας ειναι χθεσινη .
  
 Η αληθεια ειναι ,εντουτοις ,  πως ψευδονται και κοροιδευουν με το ψεμα τους κυριως τον εαυτο τους . Τους νοιαζει και μαλιστα πολυ , τους ποναει αυτο το χασμα , αυτη η αποσταση . Πρεπει καπως ομως να διατηρησουν την ψευδαισθηση ζωντανη γιατι αν δουν την αληθεια θα πρεπει και να την παραδεχτουν και δεν υπαρχει τιποτα πιο οδυνηρο για τον ανθρωπινο εγωισμο , οσο το να διαψευδονται τα “πιστευω “ του . Ναι η αγαπη ειναι ενα “ πιστευω” μια τρελα που γεννιεται οπως η ανασα , αβιαστα και μεσα σε κλασματα ενος δευτερολεπτου .Γι'αυτο και οταν δεν παιρνει ανταποκριση μοιαζει να παραμορφωνει το ανθρωπινο σωμα . Το συνθλιβει , το πειραζει , το δηλητηριαζει και στο τελος το μετασχηματιζει . 

                             Καπως ετσι οι ανθρωποι μενουν ανεκφραστοι και βουβοι . 

  

Saturday, January 25, 2014

A little bit of Edgar Allan Poe


ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ
Δώδεκα έδειχνεν η ώρα, μεσονύχτι, όπως και τώρα
Κι ήμουν βυθισμένος ώρα σε βιβλία αλλοτινά,
όταν μέσα από ένα θάμπος ύπνου να μου εφάνη, σάμπως
Κάποιος έξω από την πόρτα να χτυπούσε σιγανά.
Επισκέπτης, είπα, θά’ ναι και χτυπάει σιγανά
Τούτο θά ‘ναι μοναχά.

Α, θυμάμαι, έπεφτε χιόνι και του κρύου Δεκέμβρη οι τόνοι
Σκούζαν μες στο παραγώνι και στοιχειώναν στη φωτιά.
Η νυχτιά με στενοχώρα κι άδικα έψαχνα τόση ώρα
Νά’ βρω τη γλυκειά Λεωνόρα μες τ’ αρχαία μου χαρτιά.
Τη Λεωνόρα που οι αγγέλοι της κρατάνε συντροφιά
Και δική μας ποτέ πια.

Κάθε θρόισμα στο μετάξι της κουρτίνας είχε αλλάξει
Κι έρχονταν να με ταράξει ο άγριος φόβος που τρυπά .
Κι έλεγα , για να πάρω θάρρος και να διώξω αυτό το βάρος :
- Επισκέπτης , δίχως άλλο , θάναι τούτος που χτυπά ,
Κάποιος νυχτοπαρωρίτης , που για νάμπει μου χτυπά
Τούτο θάναι μοναχά.

Ξάφνου ως νάντριωσε η ψυχή μου και παρά την ταραχή μου
- Κύριε , φώναξα , ή κυρία , συγχωρέστε με , έστω αργά
Στα χαρτιά μου ήμουν σκυμένος κι ίσως μισοκοιμισμένος
Δε σας άκουσα ωρισμένως να χτυπάτε έτσι σιγά .
Με τα λόγια τούτα ανοίγω τα πορτόφυλλα γοργά .
΄Εξω η νύχτα μοναχά.

Το σκοτάδι αυτό τρυπώντας έμεινα εκειδά απορώντας
Κάθε τόσο ανασκιρτώντας μέσα σ’ όνειρα αλγεινά .
Κράτησε ησυχία για ώρα κι άξαφνα απ’ τα βάθη τώρα,
Μια φωνή να λέει Λεωνόρα σα ν’ ακούστηκε βραχνά .
Εγώ φώναξα «Λεωνόρα» και τη φέρνει η ηχώ ξανά,
΄Ετσι θάναι μοναχά.

Μπήκα στο δωμάτιο πάλι , μ’ άνω κάτω το κεφάλι ,
Μα μέσα απ’ αυτή τη ζάλη , δυνατήν ακούω χτυπιά .
- Α , στο παραθύρι θάναι, λέω ευθύς, και με ζητάνε ,
Ας ιδώ τώρα ποιος νάναι, φτάνει το μυστήριο πια,
Η καρδια μου δεν αντέχει, φτάνει το μυστήριο πια
Θάναι ο αγέρας μοναχά.

Τότε τα παντζούρια ανοίγω , όμως μια κραυγή μου πνίγω
Καθώς βλέπω ένα κοράκι μες στο δώμα να περνά .
Η ευγένεια δεν το νοιάζει κι ούτε που με λογαριάζει ,
Μα γαντζώνει στο περβάζι της εσώπορτας στερνά .
Μα γαντζώνει και κουρνιάζει στη μαρμάρινη Αθηνά
Και κυττάζει μοναχά.

Πως ανάπνευσα στ’ αλήθεια και γελώντας απ’ τα στήθεια ,
Λέω , από παλιά συνήθεια , στ’ όρνιο με τη κρύα ματιά :
- Κι αν σου κόψαν το λοφίο κι αν σ’ αφήκαν έτσι αστείο
Μαυροπούλι άλλοτε θείο , που πλανιέσαι στη νυχτιά,
ποιό είναι τάχα τ’ όνομά σου μες την άραχνη νυχτιά;
Και μου λέει : – Ποτέ πια !

Θάμασα πολύ μου ακόμα τόρνιο , που είχε ανθρώπου στόμα ,
Μα τα λόγια του όλο σκώμα δε μου μάθανε πολλά .
Γιατί αλήθεια , είναι σπουδαίο και περίεργο και μοιραίο ,
Αν μια νύχτα , σας το λέω , δείτε κάπου εκεί ψηλά
Κουρνιασμένο ένα κοράκι στην Παλλάδα, να μιλά
Και να λέει : Ποτέ πιά !

Τ ‘ όνομά του θα μου κράζει , σκέφτηκα , μα τι με νοιάζει ,
΄Ισως πάλι να νυστάζει και τα λόγια του ξεχνά .
΄Ομως τούτο ούτε σαλεύει κι είναι ως κάτι να γυρεύει
Και του κρίνουμαι : – Περσεύει κι άλλος τόπος εδωνά ,
Την αυγή θα φύγεις πάλι σαν ελπίδα που περνά .
Και μου λέει : Ποτέ πια !

Τρόμαξα στ’ αλήθεια μου , όντας , μου δευτέρωσε μιλώντας ,
- Δίχως άλλο , είπα σκιρτώντας , τούτο ξέρει μοναχά .
Κάποιος πρώην κύριός του , θάκλαψε πολύ , ο καϋμός του
΄Ισως νάγινε δικός του και για τούτο αγκομαχά
Και του απόμεινε στη σκέψη κι είναι σα να ξεψυχά
Λέγοντάς μου : – Ποτέ πια !

Και τη θλίψη μου ξεχνώντας έστρεψα σ’ αυτό γελώντας
Την καρέκλα μου τραβώντας στο κοράκι αντικρυνά .
Μα στο κάθισμά μου απάνω , χίλιες τόσες σκέψεις κάνω
Και στο νου μου τώρα βάνω για ποιό λόγο αληθινά
Σα μιαν επωδή μακάβρια να μου λέει όλο ξανά
Το κοράκι : Ποτέ πια !

Γρίφος θάναι ή αίνιγμά του κι ίσως μήνυμα θανάτου
Και κυττώντας τη ματιά του που μου τρύπαε την καρδιά ,
Γέρνω ωραία μου το κεφάλι , στο δικό της προσκεφάλι ,
Όπου αντιφεγγούσε πάλι , σαν και τότε μια βραδυά ,
Με το βιολετί βελούδο, σαν και τότε μια βραδυά
Και που δε θ’ αγγίξει πια !

Ξάφνου ως νάνοιωσα μου εφάνη γύρω μου άκρατο λιβάνι
Και πλημμύρα να μου φτάνει σύννεφο η θεία του καπνιά .
- ΄Αθλιε , φώναξα , στοχάσου , που ο Θεός στέλνει κοντά σου .
Αγγέλους να σου σταλάσουν νηπενθές για λησμονιά ,
Πιέστο , ω , πιέστο , τη Λεωνόρα να ξεχάσεις μ’ απονιά ,
Και μου λέει : – Ποτέ πια !

Α , προφήτη , κράζω ,ωιμένα , κι αν του δαίμονα είσαι γέννα
Κι αν ο Πειρασμός σε μένα , σ’ έστειλε απ ‘ τη γης βαθειά ,
Κι αν σε τόπο ρημαγμένο σ’ έχει ρίξει απελπισμένο
Σ ‘ ένα σπίτι στοιχειωμένο με σκιές και με ξωθιά ,
Θάβρω στη Γαλαάδ , ω πες μου , θάβρω εκεί παρηγοριά ;
Και μου λέει : – Ποτέ πια !

- Α , προφήτη , ανήλιαγο όρνιο κι αν πουλί σαι κι αν δαιμόνιο
Απ’ το σκότος σου το αιώνιο κι απ ‘ την κρύα σου συννεφιά.
Πες μου , στης Εδέμ τα δάση , θάβρει ο νους μου ν’ αγκαλιάσει
Μια παρθένα πούχει αγιάσει κι έχει αγγέλους συντροφιά ,
Μιαν ολόλαμπρη παρθένα , πούχει αγγέλους συντροφιά ;
Και μου λέει : Ποτέ πιά !

Φύγε στ’ άγριά τα σου μέρη , όρνιο ή φάντασμα , ποιος ξέρει
Αν αυτό που σ’ έχει φέρει δεν σε καταπιεί ξανά .
Κι ούτε ένα μικρό φτερό σου να μη μείνει εδώ δικό σου ,
Φώναξα , και το φευγιό σου να χαθεί στα σκοτεινά .
Πάρε και το κρώξιμό σου πέρα από την Αθηνά .
Και μου λέει : – Ποτέ πια !

Κι από τότε εκεί δεμένο , το κοράκι , καθισμένο
Μένει πάντα κουρνιασμένο στη μαρμάρινη θεά .
Κι η ματιά του όπως κυττάζει , με ματιά δαιμόνιου μοιάζει
Κι η νυχτιά που το σκεπάζει του στοιχειώνει τη σκιά .
Α , η ψυχή μου , δε θα φύγει μια στιγμή απ’ αυτή τη σκιά .
Δε θα φύγει ποτέ πια !






Monday, August 19, 2013

Πως να κρυφτεις απο το φεγγαρι ;

Χθες ηταν μια εξαιρετικα περιεργη νυχτα . Μεσα στην σιγαλια του κοσμου η καρδια μου αρχισε σαν τρελη να ανεβαζει τους παλμους της , λες και την κυνηγουσαν . Συναμα το σωμα μου , ηταν κυριευμενο απο μια τοσο περιργη αισθηση ΄ ηταν σαν καθε κυτταρο του κορμιου μου να εσπρωχνε αργα αλλα σταθερα ολοκληρο τον εαυτο μου να φυγει απο την καρεκλα που ειχε
προσηλωθει . Ετσι και εγινε . Μολις ενιωσα πως με νικουσε αυτη η ορμη , αντι να αντισταθω και να διερευνησω τι μου γινοταν και γιατι , αφησα το διαμονιο αυτο να με κυριευσει και να μου υποδειξει την διαδρομη που θα χαραζα σε εκεινο τον περιπατο που με ωθουσε . 
  Αρχισα , λοιπον , και εγω να περπαταω και να πηγαινω στο πουθενα και στο παντα συγχρονως . Πορεια δεν ειχα παρα μονο που με πηγαιναν τα ποδια μου . Ολα ηταν τοσο νωχελικα και συγκεχυμενα μες το μυαλο μου , που οποιαδηποτε προσπαθεια να δραπετευσω απο τα χερια αυτου του δαιμονα απεβαινε ματαιη εως και αδυνατη. Μονο σε μια στιγμη διακοπηκε το περπατημα μου . Μονο οταν ενιωσα καποιες ζεστες σταγονες να λουζουν τα ποδια μου . Εσκυψα , μαλλον μηχανικα παρα επειδη σοκαριστηκα , και ειδα πως οι πιτσιλιες αυτες δεν ηταν σταγονες απο τον ουρανο ,αλλα δικα μου δακρυα που χωρις καν να το καταλαβω ειχαν δραπετευσει απο τα ματια μου και μανιασμενα αρχισαν να τρεχουν κατα μηκος του προσωπου μου για να πεθανουν για χαρη της ελευθεριας , πανω σε δυο βρωμικα ποδια , οπως τα δικα μου . Μονο τοτε γυρισα στην πραγματικοτητα και εσβησα το μυαλο μου , καθως απο την υπερλειτουργια αρχισε να κολλαει και να με πληγωνει . Σκουπισα τα ματια μου  και συνεχισα να περπαταω , οχι ομως επειδη με κυριευσε ο εαυτος μου , αλλα επειδη δεν ειχα τιποτα να κανω αν γυριζα πισω . 
  Οσο περπατουσα τοσο πιο εντονα ενιωθα τα δακρυα να κυλανε . Ηθελα να με χαστουκισω και να συνεφερω τον εαυτο μου , αλλα καθε φορα που προσπαθουσα , υπεκυπτα σε μια ακαταμαχητη θλιψη που μονο κατω απο τον  Αυγουστιατικο ουρανο την νιωθεις . Ειναι εκεινη η ιδεα του τελους της θερινης περιοδου που σε κανει να χανεσαι και να φοβασαι για το τι θα ακολουθησει οταν ο αερας παγωσει και αντι να σε χαιδευει απαλα στο προσωπο , αρχιζει βαναυσα να σε μαστιγωνει . Σε ολη τη διαδρομη , παντως , ενιωθα πως καποιος με παρακολουθουσε . Πεντεη εξι φορες γυρισα να δω αν ηταν κανεις πισω μου , ωστοσο , μονο η σκια μου φαινοταν να ειναι το μονο ατομο που ερχοταν απο πισω μου . Η ψυχη μου αρχισε απροσμενα να τρεμει 'δεν ξερω τι φοβαταν . Περασαν μοναχα 10 λεπτα για να καταλαβω τι με εκανε να τρεμω σαν ενα κλωναρι που ο αερας προσπαθει να το ξεριζωσει . Φοβομουν τον κοσμο που με εβλεπε να καταρρεω . Με αλλα λογια φοβομουν εκεινον τον αγνωστο επισκεπτη που με κατασκοπευε . Φοβομουν το φεγγαρι ! Εκεινο στη γεμωση του φανταζε νε ματι καρφιτσωμενο πανω στον σκοτεινο ουρανο. Φαινοταν χολωμενο και μεγαλο , με ουλες βαθειες να ξεπροβαλλουν στην οψη του . Αυτο το φεγγαρι με κατασκεπευε και εγω δεν το ηξερα . Ηταν το ματι του συμπαντος που με φωτογραφιζε να υποφερω χωρις αιτια και λογο. 
  Αμεσως μολις το αντιληφθηκα αρχισα να τρεχω για να βρω μια γωνια να κρυφτω . Γνωριζα πως η χλωμη οψη μου εκεινη τη στιγμη θα δυσαρεστουσε τον μοναχικο δορυφορο της γης . Οπου ομως και αν πηγαινα , οσο γρηγορα και αν ετρεχα δεν μπορουσα να του κρυφτω . Παντου με ακολουθουσε σαν ενα πιστο γερικο σκυλι , που λιγο πριν το τελος του ακολουθει τον αφεντη του για να ξεψυχησει διπλα του . Ετσι αλλαφιασμενη που ημουν κρυφτηκα σε ενα δρομακι που το καλυπταν κατι ψηλα βαθυ πρασινα πευκα . Κατω απο την προστασια τους ο ουρανος δεν φαινοταν και αυτο με εκανε να ηρεμησω για λιγο . Ημουν ετοιμη να αγγιξω την υστατη εξαψη απο τη χαρα που ξεγελασα το φεγγαρι . Ομως οταν απεκτησα την αυτοκυριαρχια μου και κοιταξα γυρω μου , ειδα πως ακομα και μεσα απο τις πευκοβελονες οι ακτιδες του εισχωρουσαν στο καταφυγιο μου και προσπαθουσαν να με ααγιξουν , πραγμα που τελικα και εκαναν . Τοτε παραδοθηκα στο Συμπαν , που με μια μυστικη φωνη  , η οποια αρχισε να αντηχει πρωτα μεσα που και μετα να εξαπλωνεται και γυρω μου αγκαλιαζοντας την πλαση , αρχισε να με γαληνευει και να με οδηγει στα βραχια που κοιμουνταν οι γλαροι . Εκει σε αυτο το ακρο ρου κοσμου που εφτασα , αφεθηκα ελευθερη στα χερια της Μητερας μου , η οποια με αγκαλιασε με τα υγρα της χερια και δροσισε τη φωτια που εκαιγε τα σωθικα μου . Με αυτο το φιλι για καληνυχτα γυρισα στο σπιτι μου και κοιμηθηκα  , οχι ησυχα , αλλα καλα .